εἰσαγωγικῶν

εἰσαγωγικῶν
εἰσαγωγικός
of
fem gen pl
εἰσαγωγικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • κατάργηση — η (AM κατάργησις) [καταργώ] το να παύσει κάτι να ισχύει, η άρση τής ισχύος («κατάργηση τών εισαγωγικών εξετάσεων») νεοελλ. φρ. (νομ.) «κατάργηση δίκης» η παύση τής δικαστικής διαδικασίας ύστερα από συμφωνία τών αντιδίκων …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • προνομιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που καθιερώνεται με προνόμιο ή που έχει τον χαρακτήρα προνομίου (α. «προνομιακή μεταχείριση» β. «προνομιακό δικαίωμα») 2. φρ. «προνομιακό δασμολόγιο» καθεστώς μειωμένων εισαγωγικών δασμών που καθιερώνει ένα κράτος για όλα ή για… …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερη ζώνη — Περιοχή η οποία, παρότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εδάφους ενός κράτους, θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας των τελωνείων του. Κύριο χαρακτηριστικό της ε.ζ. είναι το γεγονός ότι η εισαγωγή ξένων εμπορευμάτων σε αυτή δεν υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • Ροσάριο — (Rosario de Santa Fe). Πόλη της βορειοκεντρικής Αργεντινής, στην επαρχία Σάντα Φε. Η Ρ., που βρίσκεται 270 χλμ. ΒΔ του Μπουένος Άιρες, στη δεξιά όχθη του Παρανά, ο οποίος είναι πλωτός έως εκεί και για ωκεανοπόρα πλοία, είναι μεγάλη και ωραία πόλη …   Dictionary of Greek

  • κατάργηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταργώ, ακύρωση, παύση, κατάλυση: Μελετάται η κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκόπελος — ο 1. βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας: Το καράβι προσέκρουσε σε σκόπελο και βυθίστηκε. 2. εμπόδιο, δυσχέρεια: Παρέκαμψε το σκόπελο των εισαγωγικών εξετάσεων με την εγγραφή του σε ξένο πανεπιστήμιο. 3. κίνδυνος: Αυτός ονέος έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελωνείο — το 1. δημόσια υπηρεσία αρμόδια για τη είσπραξη των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών. 2. το οίκημα όπου είναι εγκαταστημένα τα γραφεία της: Η είσοδος του τελωνείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”